- μιλτοκάρηνος
- μιλτο-κάρηνος [ᾰ], ον,A red-headed, Opp.H.5.273.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτοκάρηνος — μιλτοκάρηνος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει κόκκινο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κάρηνος(< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος, χρυσο κάρηνος] … Dictionary of Greek
μιλτοκαρήνων — μιλτοκάρηνος red headed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)